σπερματοφόρος

σπερματοφόρος
και σπερμοφόρος, -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. βιολ. αυτός που φέρει ή παράγει σπέρμα
2. το ουδ. ως ουσ. το σπερματοφόρο
ζωολ. κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα και στους τρίτωνες
3. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο σπερματοφόρος, το σπερματοφόρο
βιολ. κοίλο όργανο τών αρσενικών πολλών ομάδων ζώων το οποίο περιέχει άφθονα σπερματοζωάρια και μπορεί να αποκολληθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -φόρος (< φέρω). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatophore].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”